top of page
Ο Γιάννης Κασβίκης (αριστερά) και ο Ηλίας Κασβίκης (δεξιά) στο καφενείο. Φωτογραφία της Γιαννούλας Κασβίκη

Ο Γιάννης Κασβίκης (αριστερά) και ο Ηλίας Κασβίκης (δεξιά) στο καφενείο. Φωτογραφία της Γιαννούλας Κασβίκη

Ο Ηλίας Αθ. Τσέτσας διηγείται

την ιστορία ενός καφενείου

τεύχος 1ο, Ιούνιος 2012

Μέσα στο καταχείμωνο πέθανε ο Ηλίας ο Τσέτσας. 86 χρονών. Μαζί του είχα μία όμορφη συζήτηση τον περασμένο Αύγουστο, υπό τους ήχους της ορχήστρας που έκανε την τελευταία πρόβα ενόψει της βραδινής Γιορτής Σταφυλιού, στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου. Ανάμεσα σε πολλά και ενδιαφέροντα, μου διηγήθηκε και την ιστορία ενός καφενείου το οποίο είχε ανοίξει κάποτε ο ίδιος στο χωριό.

 

«Το ’59-’64 ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα,. Εγώ είχα παντρευτεί το ’53. Αποφασίσαμε για το μαγαζί. Λέω ‘‘τι το θές, θα το ανοίξω το μαγαζί’’. Και έκανα δουλειά πολύ. [Το χωριό είχε άλλα δύο καφενεία], του Κρικέλη και του Κυργιάκου. Αλλά εγώ έκανα περισσότερη δουλειά. Είχα και κόσμο συγγενείς, έκανα και καλές τιμές. Δεν είχε λεφτά ο κόσμος και ψώνιζε βερεσέ. Όλο τον χρόνο. Έρχονταν ο άλλος, δώσε μου μια οκά λάδι, μία οκά πετρέλαιο. Δεν υπήρχε ρεύμα και τέτοια. Μπροστά από τα Χριστούγεννα πήγαιναν στην τράπεζα και έπαιρναν δάνειο. Καλλιεργητικό δάνειο λεγόταν αυτό. Τους έδινε η τράπεζα λεφτά. Και μετά τα έδιναν. Και σε μία περίπτωση, μπροστά από τα Χριστούγεννα, εισέπραξα 24 χιλιάδες δραχμές. Είχα βερεσέδια πολλά και έρχοταν ο κόσμος ένας τη μία μέρα, άλλον την άλλη μέρα. Ήταν πολλά τα λεφτά. Μιλάμε για το ’60-’61. Υπέφερε ο κόσμος, μας παίρνει και ένα χαλάζι».

 

Το καφενείο παράλληλα είναι και μπακάλικο. «Φασόλια, φακές, μακαρόνια, ρύζι, ζάχαρη, σοκολάτες, τσιγάρα, σαρδέλες, τσίπουρο, μπύρες, κρασί, όλα. Και καφέ. Ένα ποτό είχε ένα 50αράκι. Το θυμάμαι αυτό γιατί είχα καναδυό που παίζανε τάβλι. Έχανε ο άλλος, έπαιρνε ένα ποτό, ένα λουκούμι. Και τον χρέωνα ένα 50αράκι. Το χρέωνα στο βιβλίο. Δεν είχε λεφτά ο κόσμος, κάθονταν και έπαιζε τάβλι χωρίς να έχει λεφτά. Και είχα βιβλίο, 50 λεπτά το τάβλι». Η μεταφορά των προϊόντων δεν ήταν εύκολη. «Τα μετάφερα από την Καρδίτσα με τα ζώα. Μία φορά την εβδομάδα είχα 2 μουλάρια και έναν γαϊδαράκο, καβάλαγα τον γάϊδαρο για να μην κουράζομαι, φόρτωνα τα μουλάρια, λάδι, πετρέλαιο, τα μετέφερα όλα αυτά. Πήγαινα στον Παλάσκα, στην οδό Κουμουνδούρου. Δεν πήγαινα να ψωνίσω, να φορτώσω τα ζώα και να σηκωθώ να φύγω. Μόλις φόρτωνα ρωτούσα ‘‘πόσο κάνει;’’. ‘‘200 δραχμές’’. ‘‘Πάρτα’’. Βερεσέ δεν άφηνα, βερεσέ έδινα. Δεν είχα [δικά μου προϊόντα]. Τι να πουλήσω; Μόνο κρασί πούλαγα, 1200 οκάδες έφτιαχνα. Και τσίπουρο. Γίνονταν πανηγύρια εκεί μπροστά στην εκκλησία, κόσμος πολύς. Το άνοιγα το καφενείο όλη την ημέρα. Από το πρωί, μέχρι να φύγει ο κόσμος. Αν είχα και την γιαγιά εκεί, εγώ πήγαινα σε άλλες δουλειές, έκανα το χωράφι. Οι δυο μας το δουλεύαμε».

 

Το καφενείο ήταν αποκλειστικά τόπος συνάντησης αντρών. «Μόνο άντρες, γυναίκες όχι. Παίζανε χαρτιά πολλά, δεν πήγαινε καμία γυναίκα. Καθόταν εκεί, διασκέδαζαν, το καφεδάκο τους, ψώνιζαν κιόλας». Και πιο συγκεκριμένα πατεράδων. Για τα πιτσιρίκια ήταν επίσης απαγορευμένο έδαφος. «Τα παιδιά τότε δεν πήγαιναν στα μαγαζιά. Ο Κρικέλης στο μαγαζί είχε γραμμόφωνο και έβαζε και έλεγε τραγούδια. Από την οικογένειά μας πήγαινε ο πατέρας μου, ο αδερφός μου ο μεγαλύτερος, ο μπάρμπας μου, εμείς δεν πηγαίναμε στο μαγαζί γιατί φοβόμασταν μην μας μαλώσουν. Από πίσω είχε ένα παράθυρο ο Κρικέλης και πηγαίναμε εκεί να ακούσουμε τα τραγούδια».

bottom of page