

Οι μπαχτσέδες δίπλα στο ποτάμι

Ο Κώστας Κούκος επάνω στην αυτοσχέδια γέφυρα που έστησε

Ότι έχει απομείνει σήμερα από τον νερόμυλο του Κυργιάκου
Σημειώσεις
1. Πληροφορίες από το λήμμα «Μακρυχώρι Καρδίτσας» στην Wikipedia.
2. Σταυρούλα Βαλμά, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 17/08/2011, 49:48-51:33.
3. Κώστας Φαρμάκης, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 19/08/2012, 40:21-43:03.
4. Αριστέα Καραλή, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 04/06/2012, 27:17-28:58.
5. Περσεφόνη Θανασογιώργου, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 23/012/2011, 29:47-30:32.
6. Σταυρούλα Βαλμά, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 17/08/2011, 49:48-51:33.
7. Θεοφάνης Γούλας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 28/02/2013, 15:24-18:05.
8. Θεοφάνης Γούλας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 28/02/2013, 18:27-22:15.
9. Γιαννούλα Κασβίκη, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 04/06/2012, 38:56-40:39.
10. Θεοφάνης Γούλας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 28/02/2013, 18:27-22:15.
11. Κώστας Μούρτος, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/12/2012, 36:44-37:35.
12. Βάιος Καντέλας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 18/08/2011, 36:47-37:19.
13. Θεοφάνης Γούλας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 28/02/2013, 23:05-26:55.
14. Κώστας Φαρμάκης, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 19/08/2012, 01:13:35-01:14:20.
15. Αριστέα Καραλή, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 04/06/2012, 27:17-28:58.
16. Κώστας Μούρτος, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/12/2012, 01:00:32-01:01:35.
Ποταμός Καλέντζης,
ένας τόπος φορτωμένος μνήμες
τεύχος 3ο, Μάιος 2013
Δεν είναι ένας απλός παραπόταμος του Πηνειού. Ούτως ή άλλως, το κάθε ποτάμι, στους τόπους απ’ όπου περνάει, διαμορφώνει μία σχέση αλληλεπίδρασης με το κοινωνικό περιβάλλον. Κάπως έτσι και ο ποταμός Καλέντζης, που κυλάει στα πόδια της Δαφνοσπηλιάς, είναι στενά συνδεδεμένος με την καθημερινότητα του χωριού. Και εδώ που τα λέμε, όχι μόνο του δικού μας χωριού, αλλά και όλων των υπολοίπων του κάμπου απ’ όπου διέρχεται (Καλλιφώνι, Ζαΐμι, Μελισσά, Μύρινα, Μακρυχώρι). Για παράδειγμα, ρίχνοντας μία σύντομη ματιά στην ιστορία του Μακρυχωρίου μαθαίνουμε ότι τα σπίτια του χωριού πριν το 1920 ήταν κτισμένα διάσπαρτα στην περιοχή Μπλιούρη. Κατά τους χειμερινούς μήνες τα νερά του Καλέντζη κατέκλυζαν την περιοχή αυτή και οι κάτοικοι για να αποφύγουν τις πλημμύρες αναγκάζονταν να κτίζουν τις οικίες τους σε διάφορα υψώματα, με αποτέλεσμα η μία να είναι μακριά από την άλλη και το χωριό να καταλαμβάνει μία μεγάλη, μακρόστενη έκταση, από την οποία φαίνεται ότι πήρε και το όνομά του. [1]
Ο Καλέντζης πηγάζει από τα Άγραφα, λίγα χιλιόμετρα πάνω από την Απιδιά, κοντά στην βρύση του Ανδρώνη. Το μήκος του υπολογίζεται γύρω στα 40 χιλιόμετρα, με τα 10 περίπου από αυτά να βρίσκονται στον ορεινό και ημιορεινό όγκο του νομού. Στο ύψος του χωριού μας η κοίτη αρχίζει και γίνεται αρκετά πλατιά, καθώς είναι το σημείο στο οποίο αφήνει τα βουνά και συνεχίζει στον θεσσαλικό κάμπο. Αυτό το γεγονός, όπως θα δούμε και παρακάτω, βοήθησε ώστε να συνδεθεί εντονότερα η καθημερινή επιβίωση των Δαφνοσπηλιωτών με τα νερά του. Αλλά, επίσης, κάποιες φορές στο παρελθόν, όταν κατέβασε πολύ νερό, ήταν και η αιτία που πλημμύρησαν οι μπαχτσέδες του χωριού που βρίσκονταν πλάι στην κοίτη του.
Οι μπαχτσέδες βρίσκονταν (και κάποιοι βρίσκονται ακόμη και σήμερα) πλάι στην κοίτη του ποταμού για ευνόητους λόγους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο παρελθόν, όταν ακόμη το τελευταίο σπίτι του χωριού προς τα βορειοδυτικά ήταν αυτό του Δημήτρη Ζαγαριώτη, οι κήποι του χωριού βρίσκονταν είτε πλάι στο ποτάμι, είτε επάνω στο βουνό, στα «καλαμπόκια». Η μόνη βρύση που υπήρχε στο χωριό και κατέβαζε νερό ήταν ο «παλιόγαβρος», δίπλα στην εκκλησία. Η Σταυρούλα Βαλμά θυμάται ότι «ήταν μία βρύση στην εκκλησία όπως είναι τώρα, είχε τρεις λεκάνες δίπλα και από εκεί παίρναμε νερό και ποτίζαμε όλα τα πράγματα του χωριού. Ή να πλύνουμε, να μαγειρέψουμε, να ζυμώσουμε». [2] Ο Κώστας Φαρμάκης διηγείται πώς οι μαθητές του χωριού εργάστηκαν για να φτάσει το νερό στο δημοτικό σχολείο, για να πίνουν και να φροντίζουν το προαύλιο: «Το ’51 φέρανε το νερό από τη «μάνα», στου Παπαβαρσάμη το σπίτι φτιάξανε μία βρύση και έβγαινε όλο το νερό εκεί, και φτιάξανε μία και στου Νίκου του Αγγελάκη το σπίτι μπροστά. Από το ίδιο δίκτυο, εμείς, με δουλειά δική μας, πήγαμε το νερό στο σχολείο. Τουλάχιστον είχαμε νερό στο σχολείο. Σκάψαμε και εμείς. Το ’53 πρέπει να έγινε. Κάπου εκεί μέσα. Μέχρι τότε μας έστελνε ο Ντίνος με παλιοκονσέρβες, είχαμε στα σπίτια μας, μας δίνανε τυρί κίτρινο, χορταροτυρί, σαν κασέρι έμοιαζε. Παίρναμε τις κονσέρβες και κατεβαίναμε από τον αυχένα, εκεί που είναι τα ουρητήρια τώρα, και κατεβαίναμε στο ποτάμι και παίρναμε νερό για να ποτίσουμε τα πεύκα. Τα πεύκα και τα κυπαρίσσια είναι από τότε φυτεμένα. Μέχρι εκεί που είναι το μικρό κτίσμα. Από εκεί και πίσω είναι ιδιωτικά και αγοράστηκαν μετά. Και κουβαλάγαμε νεράκι με το κατσαρόλι». [3]
Παρόλο αυτά η «μάνα» και ο «παλιόγαβρος» κάλυπταν ένα μέρος των αναγκών του χωριού σε νερό. Από εκεί και πέρα το ποτάμι ήταν η σίγουρη λύση. Κατέβαιναν για να πλύνουν ρούχα, κάποιες φορές για να πλυθούν και οι ίδιοι οι άνθρωποι. «Στο επάνω μέρος είχαμε πέτρες, βάζαμε τα καζάνια και πηγαίναμε και πλέναμε. Πλέναμε τα ρούχα, τις αλλαξιές. Δεν είχαμε νερά στα σπίτια. Αν είχε ένας-δύο, αν είχαν πηγάδια. Άλλοι κατεβαίναμε στον μύλο τον παλιό, εκεί πλέναμε». [4] Αυτή η διαδικασία γίνεται πιο έντονα τις ημέρες του Πάσχα. «Φορτώναμε τα γαϊδουράκια και πηγαίναμε και πλέναμε. Ιδίως το Πάσχα. Πηγαίναμε και πλέναμε τις βελέντζες, τα φλοκάτα. Τα παιδάκια πηγαίνανε στο στρογγυλό». [5] Ο Ηλίας Γούλας θυμάται τις γυναίκες να πηγαίνουν και να πλένουν συνήθως κάτω από εκεί που είναι το σπίτι του Τσιμητρά. Η Γιαννούλα Κασβίκη κατέβαζε τα γίδια για άρμεγμα, εκεί που τώρα είναι ο παλιός νερόμυλος του Κυργιάκου.
Μία συνεχής κίνηση για την κάλυψη των βασικών αναγκών. Η οποία φυσικά είχε τις δυσκολίες της. Το ποτάμι δεν είχε πάντα νερό και οι εναλλακτικές έπρεπε να υπάρχουν. «Στέρευε από εδώ το ποτάμι πηγαίναμε στον μύλο επάνω. Στην γέφυρα από πάνω, βάζαμε καζαναριές και πλέναμε 10 γυναίκες μαζί. Και στέρευε και από εκεί το νερό, πηγαίναμε στο φαρμακούτι το λέγαμε πιο πάνω. Εκεί πήγα πολλές φορές και έπλυνα το καλοκαίρι, μέχρι την παράγκα επάνω. Φορτώναμε τα πράγματα στα γαϊδουράκια». [6]
Τον χειμώνα, το μάζεμα των ξύλων που κατέβαζε το ποτάμι, ήταν προτεραιότητα για να έχεις ζέστη στο σπίτι. Κάποιες φορές η μοίρα και η απροσεξία είχαν τραγικά αποτελέσματα. Δύο άνθρωποι πνίγηκαν σε αυτή την προσπάθειά τους. Ο Πάνος Θέος και η Ανθή Μητρωλιού. «Ο Πάνος ο Θέος, ο πατέρας του Κώστα. Πνίγηκε στο ποτάμι. Αυτός παραμονή Χριστουγέννων έσφαξε το γουρούνι, έβρεχε, κατεβασμένο το ποτάμι, έφερνε ξύλα. Και πήγε να μαζέψει ξύλα αυτός. Επειδή έφερε πολλά ξύλα, μπήκανε ξύλα μπροστά και έφραξε η γέφυρα και πήγε το νερό από πάνω. Και αυτός πήγε να πιάσει. Και μπερδεύονται σύρματα στα πόδια του, τον πάει σε έναν πλατανάκο και τον κόλλησε εκεί, ο πλάτανος 3 μέτρα ήταν. Πάει ο γιός του να τον βγάλει και του λέει, φύγε παιδί μου, εγώ φρακάρισα, δεν μπορώ να βγω. Κατεβασμένο το ποτάμι. Το νερό πολύ. Έφυγε το παιδί, σπάσανε τα ξύλα από τη γέφυρα και έφερε όλο το νερό. Και όπως έρχεται το νερό, ξεριζώνει τον πλάτανο, την άλλη μέρα τον βρήκαμε σε άλλον πλάτανο. Ξερίζωσε το πλάτανο που ήταν μικρός. Πήγαμε και τον δέσαμε σε μία πλατφόρμα και τραβάγαμε, εγώ, ο σταθμάρχης από το Καλλιφώνι. Τον έδεσε ο Νάσος με μία τριχιά εδώ για να βγει έξω. Και λέει ο σταθμάρχης, μήπως τον κόψουμε. Του λέω δεν κόβουμε άνθρωπο, πήγαινε τράβα. Βγήκαν τα ρούχα του όλα, μοναχά ένα φανελάκι έμεινε, ούτε παντελόνι, ούτε τίποτα. Αν τον έβλεπες ξέρεις πώς ήταν; Σαν ένα αρνί. Το πρωί δεν ήρθε ο γιός του. 44 χρονών ήταν, αν ζούσε σήμερα θα ήταν 78 χρονών». [7]
«Στην παράγκα έχει δύο ποτάμια. Αυτή, η Ανθή Μητρωλιού, πήγε να μαζέψει ξύλα. Έφερε το ένα το ποτάμι, όμως, Όταν έφτασε και το άλλο, την πήρε». «Η Ανθή ήταν 25-26 χρονών κοπελίτσα. Αυτή όπως πήγε να πιάσει τα κορόμηλα από την κορομηλιά ήρθε και η φουρτούνα από το ποτάμι, την πήρε μέσα και πάει πνίγηκε». [8]
Το ποτάμι, ωστόσο, έγινε και τόπος αυτοκτονιών ή ατυχημάτων. «Εδώ που είναι η τσιμεντένια η γέφυρα ήταν μία τρύπα μέσα στα βράχια και κατέβαινες στην Νικολάκαινα την γούρνα. Αυτή ονομάστηκε έτσι γιατί πνίγηκε μία Νικολάκαινα. Αυτοκτόνησε έλεγαν οι παλιοί και πήγε και έπεσε μέσα στο νερό. Με αυτή έχουν πολύ μακρινή συγγένεια ο Βαγγέλης ο Θανασογιώργος. Δεν ξέρω τι πόνους πολλούς είχε αθεράπευτους, και από τους πολλούς πόνους που είχε έδωσε τέλος στη ζωή της. Λέγανε, εγώ ούτε που θυμάμαι». [9] «Πνίγηκε ο Ηλίας Μύγας. Αυτός είχε πάρκινσον και πήγε να αυτοκτονήσει. Απέναντι αυτού είχαμε κήπους και φτιάχναμε δέση, έτσι το λέγαμε εμείς, και ποτίζαμε, γούρνα. Και πάει αυτός να αυτοκτονήσει μέσα. Ακούει κάποιος Αναστασάκος ότι πνίγηκε ο Μύγας. Πάει και τον βλέπει μέσα στο νερό, κράταγε την μαγκούρα, λέει θα τον βγάλω. Δεν ήξερε μπάνιο αυτός, να τον πιάσει, άφησε την μαγκούρα, έπιασε αυτόν, δεν ήξερε κανένας μπάνιο, πνίγηκαν και οι δύο. Αυτό έγινε το ’62, τον Ιούνιο». «Το άλλο ήμασταν καταδιωκόμενοι, το ’48 αν θυμάμαι καλά, ήμασταν στο Καλλιφώνι. Το ποτάμι έβρεχε και είχε νερά. Ήταν μία γούρνα όταν στέρεψε, ένα αλώνι ολόκληρο, βάθος 3 μέτρα, απότομα σκαμμένο. Και εκεί αυτός πήγε να κάνει μπάνιο, αλλά πήγαινε σιγά-σιγά. Ήταν απότομο, έπεσε και πνίγηκε. Παραλίγο να πνιγώ και εγώ εκεί. Είχα γελάδια και όπως πήγαιναν, ως εδώ το νερό, δεν έβλεπες κάτω, ξαφνικά άφαντη η αγελάδα. Φοβήθηκα πολύ. Και όταν στέρεψε είδα πως ήταν το μέρος. Αυτός πήγαινε σιγά-σιγά, λέει θα πάω όσο πάω, αλλά ήταν απότομο και πνίγηκε». [10]
Κάτω από το γιοφύρι, που αποτελούσε βασικό εμπορικό πέρασμα για την Απιδιά και την Ευρυτανία, τα παιδιά και οι νέοι του χωριού στήνανε το δικό τους παιχνίδι. Εκεί θα μάθαιναν να κολυμπούν, να κάνουν βουτιές, να κάνουν ηλιοθεραπεία πάνω στα βράχια, να φλερτάρουν. «Στο ποτάμι πήγαινα στο "στρογγυλό" και έκανα μπάνιο. Πηγαίναμε πολλά παιδιά. Από πάνω, εκεί που πέφτει το νερό, πηγαίναμε και κατεβαίναμε με το κεφάλι προς τα κάτω. Δεν υπήρχαν πέτρες τότε για να χτυπήσεις. Παιδάκια τότε. Εγώ θυμάμαι μία φορά, πήγα πιο κάτω από το "στρογγυλό»" μία λιμνούλα είχε εκεί και πήγαινα και έκανα μπάνιο το πρωί, πολλές φορές». [11] «Στο ποτάμι την άνοιξη κάναμε μπάνιο στο ποτάμι. Εκεί μάθαμε το μπάνιο. Στην γέφυρα από κάτω. Το ποτάμι είχε περισσότερο νερό τότε και είχε βαθιές γούρνες. Και ένα καταρράκτη που είχε πηγαίναμε από πάνω και πηδούσαμε». [12] Κάποιοι δεν κατάφεραν να μάθουν κολύμπι και σήμερα το διατυπώνουν σαν παράπονο. Ωστόσο, συμμετείχαν ενεργά σε εκείνες τις στιγμές χαλάρωσης και ψυχαγωγίας. Ήταν η μοναδική, ίσως, ευκαιρία που δίνονταν στους πιτσιρικάδες να νιώσουν απελευθερωμένοι, ανάμεσα στην αυστηρότητα των παιδαγωγικών μεθόδων και τη σκληρή συμμετοχή στις αγροτικές εργασίες της οικογένειας. Γι’ αυτό και είχαν στήσει εκεί κάτω το δικό τους χώρο, ο οποίος αδιαφορούσε για το τι ακριβώς συνέβαινε από επάνω στον δρόμο. «Πολλές φορές. Κάναμε μπάνιο, χωρίς μαγιό. Από εδώ βγήκαν οι γυμνιστές. Από επάνω είχε κίνηση, να περνάνε κοπέλες, γυναίκες, άντρες, να κουβαλάνε, εμείς γυμνοί και να κάνουμε μπάνιο. Δεν έτρεχε τίποτα. Κανένας τίποτα. Ένας από εδώ είχε ένα σώβρακο, δεν είχε μαγιό, και γελούσαν οι άλλοι. Στον ήλιο καθόμασταν, ξεκουραζόμασταν, άντε πάλι μέσα. 40 άτομα. Όταν λέμε μεγάλοι, γονείς μπορεί να μην πήγαιναν, 25άρηδες, ανύπαντροι βέβαια. Ο δρόμος αυτός ήταν ο δρόμος για Απιδιά, Μολόχα. Αυτός ο δρόμος δεν άδειαζε ούτε τη νύχτα. Πηγαίνανε στο παζάρι. Όλη η Απιδιά και όλη η Δαφνοσπηλιά πήγαιναν κάθε μέρα ξύλα στην Καρδίτσα. Από πού έκαιγε η Καρδίτσα; Ο δρόμος πήγαινε απέναντι στο Καρβούνη και στο Ζαΐμη πηγαίναμε ευθεία κάτω, και βγαίναμε στην "φαγάνα»". [13]
Και εδώ η λαϊκή θυμοσοφία έστησε τους δικούς της μύθους. Μύθοι για νεράιδες που βλέπανε στους μπαχτσέδες και για φίδια που κατέβαιναν να πιούνε νερό. «Όταν μαζεύονταν οι γυναίκες τότε, συνήθως μαζεύονταν στα σπίτια το βράδυ, νεράιδες! Υπάρχουν νεράιδες. Εδώ από κάτω έχει ο Μπεκιάρης ένα χωράφι. Είναι όλο πέτρες, δεν πιάνει τίποτα. Είναι δρόμος από τις νεράιδες, γι’ αυτό [σ.σ. να λένε]. Κάτι τέτοια χαζά. Δεν ασχολήθηκα με μύθους». [14] «Εκεί πριν φτάσουμε στο γεφύρι ήταν ένας πλάτανος μεγάλος, κούφιος. Ένας από εδώ, ο Κώστας ο Καρακώστας, αυτός δεν ξέρω που πήγαινε και πέρασε το γεφύρι και άκουσε μία βουή. Φοβήθηκε, πήγε στον πλάτανο και κάθισε. Και πάνω από το κοτρώνι κατέβηκε ένα τεράστιο φίδι, κατέβηκε εκεί που σου είπα ότι είχαμε τα καζάνι, ήπιες νερό και ανέβηκε ξανά επάνω». [15]
Ο νερόμυλος Κτίστηκε από τον Θανάση Κυργιάκο στις όχθες του ποταμού Καλέντζη (στις αρχές του 20ου αιώνα) και χρησιμοποιούνταν για την άλεση αλευριού, ενώ υπήρχε και δριστέλλα όπου οι κάτοικοι του χωριού έπλεναν τα κλινοσκεπάσματα ή “χτυπούσαν” τα διάφορα υφαντά τους (στα μαντάνια). Η λειτουργία του σταμάτησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. «Είχε δουλειά πολύ. Πηγαίναμε και αλέθαμε εκεί. Είχε και μία δριστέλα, βάζαμε μέσα τα σκεπάσματα και τα βγάζαμε πάλι. Αυτός ο νερόμυλος εργάστηκε κάμποσα χρόνια. Πληρώναμε κάτι. Τον είχε ο Θανάσης Κυργιάκος και τον δούλευε μόνος του. Μετά πέθανε και τον ανέλαβε το παιδί του. Βγήκαν άλλα μηχανήματα μετά. Και στο Παλιούρι υπήρχε ένας μύλος, του Τσατσάνη». [16]
Σήμερα το ποτάμι, προφανώς και έχει χάσει εκείνη τη σημαντότητα που κατείχε τα προηγούμενα χρόνια στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Μία καθημερινότητα όπου για να επιβιώσεις κόπιαζες. Πλέον έχουν απομείνει οι χαλαρές βόλτες στην κοίτη του, κάποιοι λίγοι μπαχτσέδες και ακόμη λιγότερες βουτιές το καλοκαίρι στο «στρογγυλό». Το μονοπάτι για τον παλιό νερόμυλο του Κυργιάκου το κάλυψε η άγρια βλάστηση και η αυτοσχέδια γέφυρα που είχε στήσει ο Κώστας Κούκος για να περνάνε τα ζωντανά την παρέσυραν τα φουσκωμένα νερά τον περασμένο χειμώνα.