top of page

Σημειώσεις

1. «Το σχολείο ήταν εκεί που έχει σπίτια φτιαγμένα τώρα. Οι Γερμανοί το ανατίναξαν το σχολείο. Ήταν εκεί που είναι το σπίτι του Βαγγέλη Κασβίκη και του Σεραφείμ Κασβίκη. Αυτά τα δύο αδέρφια. Το πουλήσανε μετά, το πήρανε οι Κασβικαίοι το οικόπεδο και έκαναν σπίτια». Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 06:06-07:02. «Επειδή ήταν όλο πέτρινο του έβαλαν δυναμίτη και το ανατίναξαν». Τσέτσας Ηλίας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 19/08/2011, 03:01-04:14.

2. Με πληροφορίες από το karditsanews.gr, «Επέτειος απελευθέρωσης της Καρδίτσας από τις δυνάμεις του άξονα», 16 Μαρτίου 2009.

3. Τσέτσας Ηλίας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 19/08/2011, 25:59-27:47.

4. Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 33:49-35:10.

5. Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 35:21-36:42.

6. Τσέτσας Ηλίας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 19/08/2011, 25:59-27:47.

7. Τσέτσας Ηλίας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 19/08/2011, 29:19-32:15.

8. Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 36:44-37:32.

9. Βαλμά Σταυρούλα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 40:42-43:29.

10. Θανασογιώργου Περσεφόνη, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 23/012/2011, 01:06-10:57.

11. Βαλμά Σταυρούλα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 40:42-43:29.

12. Τσέτσας Ηλίας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 19/08/2011, 27:49-28:50.

13. Βαλμά Σταυρούλα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 43:45-44:59.

14. Τσέτσας Ηλίας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 19/08/2011, 29:19-32:15.

15. Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 37:33-38:30.

16. Θανασογιώργου Περσεφόνη, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 23/012/2011, 01:06-10:57.

17. Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 38:32-39:48.

18. Βαλμά Σταυρούλα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 40:42-43:29.

19. Τσέτσας Ηλίας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 19/08/2011, 29:19-32:38.

20. Παπαδογούλα Δέσποινα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 00:40-02:46.

 

* Αυτό το τρακτέρ -που αποτελούσε γεγονός να το έχει κάποιος εκείνα τα χρόνια- φαίνεται ότι μετέπειτα εξυπηρετούσε σε αρκετές δουλειές τους Δαφνοσπηλιώτες. Η Σταυρούλα Βαλμά εξιστορεί τη βαθιά συμβολή του στο να χτίσουν το σπίτι τους: «Πήγαμε στο Γερακοβούνι με τον Χρήστο, με κασμά και λοστό. Έβαζε τον λοστό κάτω από την πέτρα και εγώ με τον κασμά. Κοιτούσαμε στον δρόμο αν έρχεται κανένας. Κανένας. Τις τινάγαμε στον δρόμο. Ο παππούς ο Φίλιππας είχε ένα τρακτέρ, τότε δεν είχαμε και τρακτέρια, αυτός μόνο είχε ένα τρακτεράκι, και τις κουβαλούσαμε, τις φέρναμε στο σπίτι, τις αδειάζαμε. Ανοίγαμε τα θεμέλια.  Νερό είχε μοναχά μία βρύση στην πλατεία, εδώ στον Αγγελάκη. Με τα τζούμια, βαρέλες είχαμε τότε, κουβαλάγαμε τα νερά, φτιάχναμε με άμμο μεγάλη γούρνα και ρίχναμε τον ασβέστη. Όλα με τα χέρια τότε. Τώρα βλέπεις έρχεται ο κουβάς με τον ασβέστη, έρχονται όλα έτοιμα». Βαλμά Σταυρούλα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 22:02-23:04.

** «Η κόκκινη σημαία θα ανεμίσει, ζήτω ο κομμουνισμός και η ελευθερία».

Τα κάψιμο του χωριού από τους ναζί

τον Νοέμβριο του 1943

τεύχος 1ο, Ιούνιος 2012

Αν καθίσεις να μιλήσεις με τους γεροντότερους ανθρώπους του χωριού θα ακούσεις να αποτελεί κεντρικό κομμάτι της αφήγησής τους. Εάν τους παρατηρήσεις και λίγο περισσότερο θα καταλάβεις ότι το πρόσωπο σφίγγεται, ότι πολλές περισσότερες εικόνες και σκέψεις περνάνε μπροστά από τα μάτια τους, όταν μιλάνε για εκείνον τον Νοέμβρη. Εικόνες που δύσκολα μετουσιώνονται σε λόγια. Ακόμη και εάν αυτά λειτουργούν, ύστερα από τόσα χρόνια, σα βάλσαμο για τα βιώματά τους.

 

Το βράδυ της 7ης Μαΐου τα πρόσωπα όλων αυτών των ανθρώπων περνούσαν ξανά και ξανά από μπροστά μου. Και παράλληλα έριχνα κλεφτές ματιές στον αριθμό 10 που ήταν γραμμένος στο χαρτί, στον αριθμό αυτών που ψήφισαν τους ντόπιους νεοναζί. Προσπαθούσα να σκεφτώ τα πρόσωπά τους, το θράσος τους, την κοντόφθαλμη μνήμη τους. Όταν περνούσαν το κατώφλι του δημοτικού σχολείου να γνώριζαν άραγε ότι το προηγούμενο σχολείο είχε ανατιναχτεί από τους Γερμανούς ναζί; [1]

 

Τα σημάδια των καιρών προμηνύουν θύελλα. Ας κάνουμε, για την ώρα, μία πρώτη στάση στο παρελθόν.

 

Τον χειμώνα του 1943 οι Ιταλοί που έχουν υπό την κατοχή τους την Καρδίτσα αρχίζουν να νιώθουν όλο και μεγαλύτερη πίεση από τις αντιστασιακές ομάδες οι οποίες χρησιμοποιούν ως ορμητήριο τα Άγραφα. Οι αντάρτες ανατινάζουν τη γέφυρα του Καράμπαλη και την γέφυρα στους Στεφανουσαίους (μεταξύ Καρδίτσας και Τρικάλων) κάνοντας δύσκολη και χρονοβόρα την ενίσχυση των κατοχικών στρατευμάτων της Καρδίτσας με αντίστοιχα άλλα από τα Τρίκαλα. Οι κατοχικές δυνάμεις το βράδυ της 10ης Μαρτίου 1943 παίρνουν την απόφαση να αποχωρήσουν από την πόλη, καθώς δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστούν από τυχόν επίθεση ανταρτών ούτε τους στρατώνες τους. Το πρωί της 11ης Μαρτίου η Καρδίτσα είναι ελεύθερη. Την επομένη τα αντάρτικα σώματα μπαίνουν στην πόλη. Γίνεται συγκέντρωση, εκφωνούνται λόγοι και επικρατεί ενθουσιασμός. Η Καρδίτσα είναι η πρώτη ελεύθερη πόλη σε ολόκληρη την, κατεχόμενη από τους φασίστες, Ευρώπη.

 

Ωστόσο, στις 11 Οκτωβρίου του ’43 εισβάλλει στην Καρδίτσα δύναμη των Ες-Ες, η οποία αιφνιδιάζει την πόλη που είχε συνηθίσει από το Μάρτιο να ζει ελεύθερη. Ακολουθούν μάχες με νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Λίγες μέρες αργότερα οι Γερμανοί επιστρέφουν και εγκαθίστανται μόνιμα στην πόλη. [2] Παράλληλα με τις προσπάθειές τους να καταλάβουν το οροπέδιο της Νεβρόπολης (όπου λειτουργεί και αντάρτικο αεροδρόμιο), λεηλατούν και καίνε χωριά του νομού. Ανάμεσά σε αυτά και η Δαφνοσπηλιά.

 

«Το 1943 ήρθανε οι Γερμανοί και μας έκαψαν. Της Αγίας Αικατερίνης, στις 25 Νοεμβρίου. Λένε εδώ στο χωριό, να τους περιποιηθούμε, να τους ψήσουμε κανένα αρνί, αλλά δεν ήξεραν πως θα φερθούν. Μην μας σκοτώσουν. Άλλοι λένε να μην κάνουμε τίποτα». [3] Η Μαρία Τσούρμα θυμάται χαρακτηριστικά: «Ήμουν άρρωστη. Το θυμάμαι αυτό. Γιατί με σήκωσαν, έλεγαν αρθρίτιδα οι παλιοί. Μου έδιναν ανάλατο ψωμί, ανάλατες πατάτες, όλα ανάλατα. Και θυμάμαι πήγαμε σε ένα ρέμα μέσα, είχαμε χωράφι εκεί και βάζαμε πατάτες. Εκείνη την ημέρα ήρθανε οι Γερμανοί, βάλανε φωτιά και κάψανε τα σπίτια. Σε άλλα έβαζαν δυναμίτες και τα ανατίναζαν. Από πέρα το Σωτηρέικο το ανατίναξαν, το Κρικελέικο σπίτι επίσης. Ήταν γιατρός ο Κρικέλης στην Καρδίτσα, είχε ένα σπίτι, το θυμάμαι μέσα στα κρυστάλλινα, μέσα στις πορσελάνες, όλα τα ανατίναξαν. Το σχολείο το ανατίναξαν». [4] Οι αντάρτες ειδοποιούν το χωριό. «Μας ειδοποιήσανε οι αντάρτες, ήξεραν. Είχαν και από μέσα κόσμο και μας λένε ότι σήμερα θα έρθουν να κάψουν το χωριό μας. Οι αντάρτες άρχισαν να πυροβολούν από την σπηλιά, οι άλλοι ήταν στα αλώνια. Και αυτοί νευριάστηκαν ύστερα οι Γερμανοί, έβαλαν φωτιά να κάψουν τα σπίτια». [5] «Ήτανε και οι αντάρτες, πέρνανε τα οπλοπολυβόλα και πηγαίνανε απέναντι στην σπηλιά. Μόλις έρχονται αυτοί -δεν ήταν τόσα σπίτια εδώ στα αλώνια- τραβάνε που λες και έβαλλαν ριπές». [6]

 

Οι Δαφνοσπηλιώτες φεύγουν προς την Απιδιά για να γλιτώσουν. «Εγώ πήγα πάνω στην Απιδιά με τον αδερφό μου, τις αδερφές μου. Στην Απιδιά είχαμε 1 εβδομάδα. Και γυρίσαμε και καίγονταν ακόμα το χωριό, τα στάρια. Γύρναγα με την αδερφή μου από την Απιδιά -είχαμε δύο ζώα- φορτώναμε τα πράγματα, βάζαμε την ραπτομηχανή. Εκεί άρχισαν τα πυρά. Αν μπαίναμε μέσα στο χωριό και ερχόμασταν εδώ στο σπίτι θα μας σκότωναν. Ήρθαμε με τα ζώα και φύγαμε, πήγαμε στην Απιδιά». [7] «Στο πλατανόρεμα ήμασταν. Εκεί πήγαμε και κρυφτήκαμε εμείς. Ήταν και άλλοι, ήταν και οι Κουτσαίοι. Άλλοι πήγαν στην Απιδιά. Άλλοι πήγαν στην Χούνη». [8] «Φύγαμε και πήγαμε στου Βαμβακά το λέμε εμείς, στο Κούτσουρο. Του Κώστα Δερβέναγα η γυναίκα είναι από εκεί και εμείς τα παιδιά πήγαμε στην γιαγιά που ήταν εκεί. Οι γονείς δεν ξέραμε που πήγαιναν. Εμείς πήγαμε σε ένα μαντρί μέσα, καθίσαμε και οι γονείς μας πηγαίνανε προς τα επάνω, στα βουνά, για να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί και τους σκοτώσουν». [9] «Έφυγε όλο το χωριό, πήρε τα βουνά. Εμάς η μάνα μας είχε φύγει με μία θειά και είχαμε 3 μέρες να την δούμε. Και εγώ να πηγαίνω τον αδερφό μου ζαλίκα, ήταν μικρός ο αδερφός μου ο Γιώργος, μόλις έφτασα στο χωράφι βάλλουν οι Γερμανοί από το γραφείο [εννοεί από το σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το κοινοτικό γραφείο]. Μέσα στα μαντριά ξενυχτούσαμε και μαγειρεύαμε. Ερχόμασταν λίγο στο χωριό, φορτώναμε, ξεφορτώναμε, πηγαίναμε μέσα στα βουνά, στα ρέματα, στα μαντριά να πάμε τα πράγματά μας να τα κρύψουμε. Εμείς κρυβόμασταν στα Απιδιώτικα τα αμπέλια». [10]

 

Δύο γερόντια που μένουν πίσω δολοφονούνται. «Βρήκαν την γιαγιά, την μάνα της Φιλιώς, Παπαδόπουλου λεγόταν, την σκότωσαν. Βρήκαν του Λάμπρου Μπεκιάρη τον παππού, τον σκότωσαν. Και από τότε η Φιλιώ είχε πάρει κάτι λεφτά, την πλήρωσαν οι Γερμανοί για την γιαγιά, και είχε πάρει το τρακτέρ που είχε ο Παπαδόπουλος* […] Δύο σκότωσαν εδώ. Της έλεγαν έλα μάνα να φύγουμε και δεν έρχονταν. Ύστερα, μόλις μπήκαν οι Γερμανοί μέσα και άρχισαν να βάζουν φωτιά και έκαιγαν, έκανε να πάει προς τα πάνω, εκεί προς του Βαγγέλη Κουκουλιάκου το σπίτι, την είδαν και την σκότωσαν. Ανέβηκε επάνω και την σκότωσαν. Και τον παππού τον σκότωσαν στο σπίτι». [11] Ένας τρίτος γέροντας θα ζήσει. «Τον άλλον δεν τον σκότωσαν. Ήταν ανάπηρος, τον λυπήθηκαν;». [12]

 

Αρκετά σπίτια του χωριού ανατινάζονται και καίγονται. «Έκαψαν τότε το Τσετσέικο το σπίτι, έβαλαν φωτιά και στο δικό μας και όταν έφυγαν η νύφη του πατέρα μου, ήταν κάπου τρυπωμένη εδώ, ήρθε και το έσβησε, το πρόλαβε. Αλλά είχαν καεί καμιά δεκαριά σπίτια τότε. Ύστερα μαζευτήκαμε στα σπίτια μας, όσα κάηκαν τα έφτιαξαν πάλι από την αρχή, όσοι είχαν ζημιές μέσα τα μπάλωσαν. Αν δεν έρχονταν η νύφη του πατέρα μου θα καίγονταν και το δικό μας. Αλλά το πρόλαβε και το έσβησε». [13] «Έμειναν καμιά 30αριά σπίτια, δεν τα πείραξαν. Το χωριό πρέπει να είχε 400-450 άτομα». [14] «Μετά ο πατέρας μου με τον μπάρμπα μου είδαν την φωτιά που έβαλαν στο σπίτι μας. Στο σπίτι μας και στο Μυγαίικο και στου Τσιμητράκου το σπίτι. Κατεβαίνει ο πατέρας μου με τον μπάρμπα μου και σβήνουν τη φωτιά. Είχε καεί ένα μέρος αλλά το άλλο ήταν καλό. Μαζευτήκαμε το βράδυ εμείς. Ήρθανε αυτοί πέρα στο πλατανόρεμα και μας πήραν και κατεβήκαμε με τα πόδια. Δεν ήταν μακριά, ήταν κοντά. Αλλά δεν έρχονταν [εννοεί οι Γερμανοί] μέσα στα ρέματα να ψάξουν να βρουν τον κόσμο. Αυτοί ήρθαν, έβαλαν φωτιά, σηκώθηκαν και έφυγαν. Όσα σπίτια ήταν καλά τα ανατίναξαν. Τα καλά τα σπίτια τα ανατίναξαν όλα, δεν άφησαν σπίτι για σπίτι. Τα ψηλά τα σπίτια τα έβαλαν όλα δυναμίτες». [15] «Και εδώ, ο παππούς με την γιαγιά σου, [εννοεί τον Βαγγέλη και την Όλγα Τσέτσα] έχτισαν σ’ απάνω σ’ απάνω έναν τοίχο και έβαλαν κάτι τσίγκους και έμπαιναν από κάτω και ξενύχταγαν. Κάθονταν από κάτω στο κατώι όπως το λέμε σήμερα, εκεί κοιμούνταν. Τα μεγάλα τα σπίτια τα ανατίναζαν. Ήρθαν εκεί που είναι το γραφείο [εννοεί το κοινοτικό γραφείο] και από εκεί έβαλλαν». [16]

 

Οι Δαφνοσπηλιώτες θα πάρουν και κάποιες αποζημιώσεις για τα κατεστραμμένα σπίτια και τους νεκρούς. «Περάσαμε επιτροπή από την Καρδίτσα για να δώσουν χρήματα να φτιάξουμε τα σπίτια, γιατί ήταν φτωχός τότε ο κόσμος, δεν είχαμε λεφτά, δεν υπήρχε ‘‘λιλή να χορέψει η Βαγγελή’’ που λέμε, ήταν φτώχεια, δεν είχαμε παπούτσια. Το δέρμα από το γουρούνι το κάναμε τσαρούχια. Παπούτσια. Τα φορούσαμε για να πάμε στο δάσος να κόψουμε ξύλα να τα φέρουμε στην πλάτη μας. Αν είχες γαϊδούρια τα φόρτωνες». [17] «Και από τότε η Φιλιώ είχε πάρει κάτι λεφτά, την πλήρωσαν οι Γερμανοί για την γιαγιά, και είχε πάρει το τρακτέρ που είχε ο Παπαδόπουλος». [18]

 

Από τον Σεπτέμβριο του 1943 το ιταλικό κράτος έχει συνθηκολογήσει και στην Θεσσαλία πάνω από 10 χιλιάδες στρατιώτες της μεραρχίας Πινερόλο προσχωρούν στον ΕΛΑΣ. Αυτή η νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο έχει τις δικές της προεκτάσεις στον μικρόκοσμο του χωριού. «Τότε είχαν έρθει οι Ιταλοί, οι οποίοι τα είχαν χαλάσει με τους Γερμανούς, και τους Ιταλούς εδώ τους είχαμε κτίστες. Το σπίτι το παλιό που είχαμε εμείς το έφτιαξαν οι Ιταλοί. Δεν μας πήρανε τίποτα, απλά έτρωγαν ψωμάκι. 2-3 Ιταλοί, ανάλογα τι είχε ο καθένας, ήταν γεμάτο Ιταλούς εδώ. Μαζεύονταν αυτοί εκεί στην εκκλησία και έλεγαν ένα τραγούδι: "παντιέρα ρόσσα, τριονφέρα εβίβα κομμουνίστα, λιμπερτά’’**". Επειδή τα χάλασαν με τους Γερμανούς. Και οι Ιταλοί ύστερα πήγαν με τους Ρώσους. Το τραγούδι αυτό ήταν κομμουνιστικό. 20 Ιταλοί, πίσω από την εκκλησία, εμείς ήμασταν μικρά και πηγαίναμε εκεί και κάναμε γούστο. Στα σπίτια τους παίρναμε εμείς. 2 είχαμε εμείς, 3 είχε άλλος. Για εργασία. Μας έκτισαν τα σπίτια. Ήξερε δεν ήξερε. Από πού να πάρουν χρήματα; Ο ιταλικός στρατός διαλύθηκε. Σαν σκλάβοι ήταν εδώ». [19]

 

Ο δύσκολος εκείνος Νοέμβρης του ‘43 αποτυπώθηκε και στην προφορική παράδοση των ανθρώπων του χωριού. «Όταν ήρθαν και μας το έκαψαν βγάλαμε ένα τραγούδι ‘‘Βελέσι μου σε γνώρισα σαν ανθοδοχείο, και τώρα πως κατήντησες σωστό νεκροταφείο, ήρθανε στο έρημο χωριό μας, τα σπίτια μας τα κάψανε, ρημάξανε το βιό μας. Κλάψτε μανούλες και παιδιά ούλοι με ένα δάκρυ, το Βελέσι κάηκε απ’ άκρη ως άκρη’’». [20]

bottom of page