top of page
Από αριστερά Στέφανος Καραλής, Κώστας Φαρμάκης και ο ανηψιός του Στάθης. Σε πρώτο πλάνο ο Χρήστος Καραλής. Άγνωστος ο φωτογράφος

Από αριστερά Στέφανος Καραλής, Κώστας Φαρμάκης και ο ανηψιός του Στάθης. Σε πρώτο πλάνο ο Χρήστος Καραλής. Άγνωστος ο φωτογράφος

Θέρισμός στα αλώνια. Φωτογραφία της οικογένειας Τσούρμα

Θέρισμός στα αλώνια. Φωτογραφία της οικογένειας Τσούρμα

Σημειώσεις

1. Περιοδικό «Ο αρτοποιός και η δουλειά του», Δημήτρης Σταμούλης, τεύχος 7, Σεπτέμβριος 2002, σελίδα 13.

2. Θανασογιώργου Περσεφόνη, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 23/12/2012, 45:23-46:00.

3. Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 61:26-65:56.

4. Θανασογιώργου Περσεφόνη, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 23/12/2012, 41:00-43:41.

5. Θανασογιώργου Περσεφόνη, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 23/12/2012, 43:52-45:05.

6. Θανασογιώργου Περσεφόνη, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 23/12/2012, 45:23-46:00.

7. Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 61:26-65:56.

8. Περιοδικό «Ο αρτοποιός και η δουλειά του», Δημήτρης Σταμούλης, τεύχος 7, Σεπτέμβριος 2002, σελίδα 21.

9. ο.π.

10. Τσούρμα Μαρία, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 16/08/2011, 61:26-65:56.

11. Βαλμά Σταυρούλα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 17/08/2011, 00:48-02:28.

12. Τσέτσας Ηλίας, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 19/08/2011, 00:33-02:45.

13. Παπαδογούλα Δέσποινα, συνέντευξη ήχου στον Βαγγέλη Τσέτσα, Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας, 17/08/2011, 02:51-10:15.

Το συλλογικό φούρνισμα

στους μαχαλάδες του χωριού

τεύχος 1ο, Ιούνιος 2012

Πριν από κάμποσα χρόνια, το φούρνισμα (κατά βάση του ψωμιού αλλά και του φαγητού), αντικατόπτριζε  μία από  τις στιγμές όπου το συλλογικό, το κοινό, διαπερνούσε την καθημερινότητα των ανθρώπων του χωριού. Ήταν τότε που ο κάθε μαχαλάς αποτελούσε μία διευρυμένη κοινότητα ανθρώπων που δεν τη συγκροτούσαν μόνο οι δεσμοί αίματος αλλά και η συνείδηση της αλληλοβοήθειας και του μοιράσματος. Η ίδια η σημασία του ψωμιού στην καθημερινότητα των ανθρώπων, σημασία με διατροφικές και παγανιστικές προεκτάσεις, εντοπίζεται ανατρέχοντας σε αφηγήσεις από διάφορα σημεία της Ελλάδας.

 

Ο άνθρωπος καλλιεργεί δημητριακά εδώ και τουλάχιστον δέκα χιλιάδες χρόνια. Στην Ασία το ρύζι, στην Αφρική το κεχρί και το σοργό, στην Αμερική (πριν την απόβαση του αποικιοκράτη Κολόμβου) το καλαμπόκι, στον μεσογειακό χώρο το κριθάρι και το σιτάρι. Στην Μεσοποταμία εντοπίζονται οι πρώτες ενδείξεις καλλιέργειας δημητριακών από αρχαίους πολιτισμούς. Οι ενδείξεις αυτές είναι δρεπάνια, θεριστικά μαχαίρια, λεπίδες δρεπανιών, μυλόπετρες και γουδιά τα οποία έχουν διασωθεί από την παλαιολιθική εποχή (10.000-6.000 π.Χ.). Τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι συγκεκριμένα και για την Θεσσαλία: σε αρχαιότερες νεολιθικές θέσεις (6.000-5.000 π.Χ.) βρέθηκαν μικρά κομμάτια λεπίδων από πυριτόλιθο ή οψιδιανό, που το μήκος τους δεν ξεπερνά τους δύο πόντους. Αυτές οι μικρές λεπίδες εφαρμόζονταν σε ξύλινο ή αστέινο στέλεχος και γίνονταν δρεπάνι για τον θερισμό των δημητριακών. Υπολείμματα απανθρακωμένων δημητριακών που έχουν βρεθεί σε όλους τους ανασκαμμένους προϊστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας αποτελούν μία σημαντική μαρτυρία για τη σημασία που είχε η γεωργία στη ζωή μίας προκεραμικής κοινωνίας. Στη Θεσσαλία μέχρι σήμερα έχει επιβεβαιωθεί η καλλιέργεια δύο ειδώ κριθαριού και κεχριού. Τα ήδη των δημητριακών φαίνονται πολύ πιο κοντά στα σύγχρονα παρά στις άγριες μορφές τους, όπως επιβεβαιώνουν ειδικοί επιστήμονες. Επομένως, ήταν από καιρό εξημερωμένα και καλλιεργημένα ή είχαν από αλλού εισαχθεί ήμερα. Όσον αφορά το δίκοκκο σιτάρι και το κριθάρι, πιστεύεται ότι ήρθαν από την δυτική Ασία. [1]

 

Το ψωμί, λοιπόν, αποτελεί βασική τροφή του ανθρώπου εδώ και πολλές χιλιετίες. Για την αγροτική οικογένεια του προηγούμενου αιώνα ο εφοδιασμός της με ψωμί αποτελούσε κύριο μέλημα. Διάφορες λαϊκές εκφράσεις και παροιμίες αποτυπώνουν αυτή τη σχέση (ή την έλλειψή της): «όλα ναι φάδι τση κοιλιάς και το ψωμί στιμόνι»., «εμείς ψωμί δεν είχαμε, λουκούμια εγυρέψαμε» «κάλλιο το σημερινό ψωμί παρά την αυριανή πίτα» «από πολλούς φούρνους έφαγε ψωμί» «νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί ψωμί δεν έχει» (υποδηλώνοντας την φτώχεια κάποιου) κ.α.

 

Η κάλυψη της ανάγκης εξασφάλισης στο τραπέζι του ψωμιού οδήγησε στη συγκρότηση μίας κουλτούρας μοιράσματος η οποία εκφράστηκε με υλικούς όρους και στην Δαφνοσπηλιά. Το φούρνισμά του αποτελούσε ένα ακόμη πεδίο επαφής και τριβής της μικρής κοινότητας του χωριού. Συνολικά στο χωριό υπήρχαν 3 με 4 φούρνοι, μοιρασμένοι στους διάφορους μαχαλάδες. «Έναν είχαν οι Γουλαίοι, έναν είχε εκεί που είναι ο Κοτρώτσιος, έναν είχε εκεί που είναι οι Καραλαίοι από κάτω, στον κάτω μαχαλά». [2] «Μετά  έφτιαξε ο Αποστόλης ο Καραλής, μετά έφτιαξαν οι Ραφταίοι, ο Χρήστος ο Ράφτης». [3] Η Περσεφόνη (Φώνη) Θανασογιώργου θυμάται και τον φούρνο που υπήρχε λίγα μέτρα παραπάνω από το σπίτι της, στον πάνω μαχαλά.: «Εδώ από πάνω, στου Σωκράτη [σημ.: εννοεί στο σπίτι του Σωκράτη Τσέτσα] είχαμε φούρνο. Τον είχε φτιάξει όλη η γειτονιά τον φούρνο αυτό. Άλλος πέτρα, άλλος το ένα, άλλος το άλλο, να τον φτιάξουμε. Και έψηνε όλη η γειτονιά. Σήμερα ψήναμε εμείς, αύριο έψηνε η γιαγιά, η γειτόνισσα. Και ήταν ένας κόσμος, ένα ψωμί να μοσχοβολάει. Αν είχαμε εμείς το δικό μας ψωμί και ο άλλος δεν είχε, πήγαινε και άνοιγε τον φούρνο και έτρωγε. Με το θάρρος δηλαδή, δεν λέγαμε γιατί μας πήρες το ψωμί. Έτσι ήταν όλη η γειτονιά». [4] Στον συγκεκριμένο φούρνο ψήνανε 5 με 6 οικογένειες. «Έξι σπίτια ήμασταν εδώ που ψήναμε. Ο Χρήστος ο Τσέτσας (ο πατέρας του Σωκράτη), ο Βαγγέλης ο Τσέτσας, πιο κάτω οι Ραφταίοι, ο Τόλιος Τσέτσας, ο Διαμαντής, ο Τσούρμας, ο Κασβίκης». [5] Σε αντίθεση με αναφορές που καταγράφονται σε άλλα σημεία της ελληνικής υπαίθρου (π.χ. Θράκη, Σαμοθράκη) όπου το χτίσιμο των φούρνων γίνονταν από εξειδικευμένους τεχνίτες, στο χωριό μας συναντάμε και πάλι την συλλογικότητα. «Τον έχτιζε ο Χρήστος [σημ. ο Τσέτσας] τότε τον φούρνο και οι άλλοι φέρναμε πέτρες, κεραμίδια, χώμα. Όλοι βοηθούσαμε να τον φτιάξουμε. Δεν ήταν τίποτα μεγάλος, τον είχαμε να ψήνουμε το ψωμί, δεν ήταν σκεπαστός. Είχαμε και φτυάρι και ρίχναμε το ψωμί μέσα». [6]

 

Η Μαρία Τσούρμα διηγείται για τον φούρνο που είχανε στον κάτω μαχαλά: «Τότε δεν υπήρχε φούρνος. Φούρνο είχαμε εμείς, εκεί κάτω, στο σπίτι του πατέρα μου και ψήναμε καρβέλια. Έρχεται η γειτόνισσα, ‘‘Βαγγελή θα έρθεις σήμερα να ψήσουμε’’; ‘‘Θεια Κώσταινα ποιος θα ζυμώσει αύριο’’; Μου είπε θα ζυμώσουν οι Μυγαίοι. ‘‘Μπορείς μετά τους Μυγαίους να ζυμώσεις’’; Ναι. Μετά τους Μυγαίους ζύμωνε αυτή, κανονίζαμε την ώρα, μία ώρα θα έκανε το ψωμί να ψηθεί, το βγάζαμε, ερχόταν η άλλη γειτόνισσα, έψηνε το ψωμί της, το έπαιρνε. Μαζευόμασταν εκεί, παίρναμε τυρί από το σπίτι μου γιατί είχαμε πρόβατα πολλά, τρώγαμε, γελάγαμε. Εγώ ήμουν και παλαβή, σηκωνόμουνα και χόρευα μικρή: ‘‘Φεγγάρι μου λαμπρό, λαμπρό, ω ρε και λαμπροφορεμένο, εκεί ψηλά που περπατεί’’. Τότε ήταν καναρίνια τα στόματά μας». [7] Οι φούρνοι του χωριού αποτελούσαν έναν ακόμη τόπο συνάντησης των γυναικών στο δημόσιο χώρο. Πλάι στις εργασίες του φουρνίσματος υπήρχε πάντα χώρος για διασκέδαση και κοινωνικοποίηση.

 

Η στενή σχέση που ανέπτυσσαν οι γυναίκες με το χώρο του φουρνίσματος αντικατοπτρίζεται και σε μία σειρά από έθιμα με έμφυλες καταβολές. Ο θόλος του φούρνου, εξαγνισμένος από τη φωτιά, είναι ιερός. Ο φούρνος πολλές φορές χρησιμοποιείται για να γιατρέψει ορισμένες αρρώστιες. Υπάρχουν γυναίκες που επιλέγουν, όχι τυχαία, να γεννήσουν στον φούρνο. Ο φούρνος, όπως πιστεύουν πολλοί, έχει την ικανότητα να κάνει τα παιδιά να μεγαλώσουν «όπως το ψωμί ή να τα αναγεννήσει. Επιπλέον, κάτω από τον φούρνο θάβουν τα νεκρά νεογέννητα. «Ο φούρνος έχει την αμφιπροσωπία των σπηλαίων ή των καλυβιών μύησης, τάφοι και μήτρες ταυτόχρονα τόποι θανάτου και αναγέννησης». [8]

 

Και οι θρησκευτικές προεκτάσεις δεν λείπουν. Τα ψωμιά που σχίζονται πριν το φούρνισμα, γίνονται ιερά με το ψήσιμο και γι’ αυτό μοιράζονται με το ξεφούρνισμα, μία κίνηση που αποτελεί ένδειξη της ανάστασης του Χριστού. [9]

 

Τα χρόνια περνάνε, το συλλογικό φούρνισμα και η καθημερινότητα που οργανώνονταν γύρω από αυτό άρχισε να υποχωρεί. Το ενδιάμεσο στάδιο, πριν την σημερινή μαζική παραγωγή των αρτοποιείων, είναι η γάστρα. Η Μαρία Τσούρμα μας περιγράφει αυτή την αλλαγή: «Ύστερα παρατήσαμε τα φούρνια, είχαμε τις γάστρες. Η καθεμιά είχε τις γάστρες της. Ζύμωνε, έφτιαχνε 4-5 καρβελάκια. Και αν έμεναν 2 κορίτσια στο σπίτι (και 2 οι γονείς, σύνολο 4), ζύμωναν στη γάστρα. Στην γάστρα καίγαμε ξύλα, πουρνάρια και βουνιές. Τις κοπριές πήγαινε ο Κώστας και τα μάζευε στα τσουβάλια. Τα βάζαμε από κάτω να μην βραχούν και ψήναμε το ψωμί.  Και φτιάχναμε ένα ψωμί ωραιότατο, καίγονταν καλά, δεν μοίραζε καπνίλα. Είχαμε το κληδοπίνακο το οποίο είναι σαν τα σημερινά τάπερ. Ήταν ξύλινο, με στρόγγυλο καπάκι από πάνω, καπάκωνε και συνήθως μέσα είχε σκορδαλιές. Το φαγητό τους οι άνθρωποι το βάζανε εκεί μέσα, επειδή στο ξύλο συντηρούνταν πιο καλά, δεν επηρεάζονταν από την θερμοκρασία. Ήταν σαν ξύλινα τάπερ. Τα αγοράζαμε. Είχαμε και την φτσέλα, ξύλινη πάλι, για να βάλεις το νερό σου μέσα και να είναι κρύο. Από το πρωί μέχρι το μεσημέρι είχες κρύο νερό». [10]

 

Κάπως έτσι φτάσαμε στα χρόνια όπου τα λόγια του πατέρα της Σταυρούλας Βαλμά γίνανε πραγματικότητα. «Θερίζαμε με το δρεπάνι και έλεγε ο παππούς μου, ‘‘στα δικά σας τα χρόνια δεν θα ζήσω, θα έρχεται το καρβέλι στην πόρτα σας’’. Αλωνίζαμε τότε με τις δοκάνες, τα άλογα, ύστερα το λιχνίζαμε. Λέω ‘‘πως ρε παππού θα έρθει στην πόρτα μας, αφού θέλει θέρισμα, αλώνισμα, να το πάμε στον μύλο’’, τότε το πηγαίναμε εδώ στον μύλο στο Θανάση Κυργιάκο, είχαμε νερόμυλο. ‘‘Θέλει ζύμωμα, θέλει ψήσιμο, πως θα έρχεται’’; ‘‘Θα βγουν τα μέσα και θα έρχεται στην πόρτα’’. Τότε δουλεύαμε σκληρά, όλη μέρα, τώρα πάμε στα αμπέλια μέχρι στις 12, βαριά 1 και γυρνάμε. Ξεκουραζόμαστε όλη μέρα. Τότε σκάβαμε με το τσαπί τα αμπέλια, δεν υπήρχαν μηχανήματα». [11]

 

Και ήταν μία επίπονη διαδικασία εκείνα τα χρόνια η καλλιέργεια της γης. Ο Ηλίας Τσέτσας είναι αρκετά γλαφυρός. «Εμείς ήμασταν καμιά 10αριά οικογένειες που φτιάχναμε στάρια, είχαμε χωράφια στο Παλιούρι. Οι υπόλοιποι έπαιρναν 300 οκάδες τον χρόνο. Εμείς τα λέγαμε σταμπόλια, φτιάχναμε 180 σταμπόλια. Έμεινα από 5 χρονών ορφανός, με μεγάλωσαν ο αδερφός μου και οι δύο αδερφές μου. Εγώ υπέφερα πολύ. Εδώ τα χωράφια μας εμείς τα είχαμε προς το Παλιούρι. Την Κυριακή το βράδυ ξεκινάγαμε από εδώ με τα ζώα, με τις κουρελές και πηγαίναμε μέχρι το Παλιούρι στα χωράφια και κοιμόμασταν. Όλη την εβδομάδα θερίζαμε και ο μικρότερος, εγώ, μετέφερα τα δεμάτια. Δεμάτια σιτάρι. Και ερχόμασταν το Σαββάτο βράδυ. Μία εβδομάδα λείπαμε. Εγώ που κουβάλαγα τα δεμάτια ερχόμουν σπίτι, έπαιρνα το φαγητό, άντε πάλι. Αυτή η δουλειά γινόταν τα χρόνια εκείνα». [12] Και η οικογένεια της Δέσποινας Παπαδογούλα είχε κτήματα στο Παλιούρι. «Εμείς είχαμε στο Παλιούρι τα χωράφια, σιτάρια, σουσάμι. Είχαμε και εδώ, αλλά δεν έφτιαχνες σουσάμι στην από εδώ μεριά. Φτιάχναμε και σκορδάρι, το έφτιαχνε ο παππούς ο Βαγγέλης. Με αυτά ζούσαμε». [13]

 

Από τις συλλογικές αγροτικές εργασίες στο συλλογικό φούρνισμα. Το χωριό αποτελούσε μία κοινότητα, με τις αντιθέσεις της αλλά και με τη συνείδηση ότι μόνο με τη συνεργασία και την αλληλοβοήθεια των συγχωριανών μπορούσε να επιβιώσει. Και τα κατάφερε. Τουλάχιστον, μέχρι σήμερα.

bottom of page